διλούβιο

διλούβιο
Όρος της γεωλογίας, που χρησιμοποιείται για την κατώτερη υποπερίοδο του τεταρτογενούς, το πλειστόκαινο. Αποτελείται από στρώματα μικρότερου πάχους σε σύγκριση με τις αρχαιότερες διαπλάσεις, μεγάλης έκτασης, τα οποία καλύπτουν σε μεγάλο ποσοστό τους αρχαιότερους σχηματισμούς. Οι τεταρτογενείς αποθέσεις (διλουβιακές και αλλουβιακές) καλύπτουν σχεδόν όλα τα βαθύπεδα, προσφέροντας κατάλληλο έδαφος για τη γεωργία. Κατά το δ. κυριαρχούν οι χερσαίες, λιμναίες και ποτάμιες φάσεις αποθέσεων, οι οποίες οφείλονται στους εκτεταμένους παγετώνες που κάλυψαν τη Γη κατά τη διάρκειά του για τρεις μακρόχρονες περιόδους (παγετώδεις αποθέσεις). Τα πετρώματα είναι ασύνδετα κροκαλοπαγή (μορένες και ποτάμια), άμμοι, πηλοί και άργιλοι, που έχουν αποτεθεί κατά τράπεζες στις πλαγιές των κοιλάδων. Τα επίπεδα αυτών των κοιλάδων δεν μπορούν να τα προσεγγίσουν ούτε οι πιο ψηλές στάθμες των σημερινών ποταμών. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των διλουβιακών αποθέσεων είναι και οι ποτάμιες αναβαθμίδες του πλειστόκαινου, που τις συναντάμε σε περιοχές που έχουν ανυψωθεί εξαιτίας ανοδικών κινήσεων. Το σημαντικότερο γεγονός από άποψη πανίδας είναι, φυσικά, η εμφάνιση του ανθρώπου κατά το δ. Το τέλος του δ. σηματοδοτεί και το τέλος της παλαιολιθικής εποχής. Η αρκούδα των σπηλαίων, που έζησε στο διλούβιο, έχει πλέον εκλείψει· στη φωτογραφία, οστά ενός εκπροσώπου του είδους διατηρημένα σχεδόν ανέπαφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • διλούβιος — ο 1. αυτός που σχετίζεται με τον παγκόσμιο κατακλυσμό 2. άφθονος 3. ονομασία τής τετατρογενούς διπλάσεως 4. το ουδ. ως ουσ. το διλούβιο το σύνολο τών γεωλογικών αποθεμάτων τα οποία απέδιδαν παλιότερα στον κατακλυσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diluvial… …   Dictionary of Greek

  • πάγοι ενδοχωρικοί — (απόδοση του σουηδικού όρου inlandsis). Οι ηπειρωτικοί πάγοι οι οποίοι καλύπτουν τις πολικές περιοχές. Το πάχος του παγετώδους αυτού καλύμματος μπορεί να φτάσει τα 2.000 3.000 μ. και ο σχηματισμός του καθορίζεται όχι τόσο από την ένταση των… …   Dictionary of Greek

  • πλειστόκαινο — Λέγεται και διλούβιο. Υποπερίοδος του καινοζωϊκού αιώνα. Bλ. λ. γεωλογία …   Dictionary of Greek

  • τεταρτογενές — Oνομάζεται και νεοζωικό. Η τελευταία γεωλογική περίοδος, που συνεχίζεται έως την εποχή μας. Ο χρόνος έναρξης του τ. αμφισβητείται και ερευνήθηκαν διάφορες απόψεις, όπως π.χ. η μετανάστευση των ελεφάντων και των βοοειδών στην Ευρώπη, η εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”